ναρκώ

ναρκώ
ναρκῶ, -άω (Α) [νάρκη]
βρίσκομαι σε κατάσταση νάρκης, γίνομαι δυσκίνητος, ναρκώνομαι, μουδιάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ναρκῶ — ναρκάω grow stiff pres imperat mp 2nd sg ναρκάω grow stiff pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ναρκάω grow stiff pres ind act 1st sg (attic epic ionic) ναρκάω grow stiff pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) ναρκάω grow stiff pres ind …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταναρκώ — καταναρκῶ, άω (AM) αμελώ λόγω αδράνειας ή νωθρότητας αρχ. παθ. καταναρκῶμαι, άομαι και ιων. τ. έομαι πέφτω σε πλήρη νάρκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ναρκῶ] …   Dictionary of Greek

  • μαλκάω — (Α) [μάλκη] ναρκώ (I)* …   Dictionary of Greek

  • νάρκη — I (Βιολ.). Περιορισμός περισσότερο ή λιγότερο παρατεταμένος και βαθύς της ζωικής δραστηριότητας, που παρατηρείται σε διάφορα ασπόνδυλα και σπονδυλωτά ζώα (αλλά και σε φυτά, που το χειμώνα χάνουν τα φύλλα τους), όταν οι συνθήκες του περιβάλλοντος… …   Dictionary of Greek

  • νάρκημα — νάρκημα, τὸ (Α) [ναρκώ] 1. νάρκωση 2. νάρκη …   Dictionary of Greek

  • νάρκησις — νάρκησις, ἡ (Α) [ναρκώ] νάρκημα* …   Dictionary of Greek

  • ναρκώνω — (Α ναρκῶ, όω) [νάρκη] επιφέρω νάρκη, προκαλώ αναισθησία, αναισθητοποιώ νεοελλ. 1. προκαλώ τάση για ύπνο, για λήθαργο 2. μτφ. προξενώ αποχαύνωση, αποχαυνώνω …   Dictionary of Greek

  • προναρκώ — άω, Α [ναρκῶ] κυριεύομαι από νάρκη προηγουμένως, ναρκώνομαι από πριν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”